ολύμπιος

ολύμπιος
-α, -ο (Α ὀλύμπιος και ιων. τ. οὐλύμπιος, -ον) [Όλυμπος]
1. αυτός που αναφέρεται στον Όλυμπο ή στους θεούς τού Ολύμπου
2. (το αρσ.) προσωνυμία τού Διός («Ζεὺς πατὴρ ὀλύμπιος», Σοφ.)
νεοελλ.
1. μτφ. αυτός που έχει επιβλητικότητα, θεϊκή αταραξία και γαλήνη, ουράνιος, υπερκόσμιος («ολύμπιο ύφος»)
2. φρ. «ολύμπιο μέτωπο»
ανατ. μέτωπο με ανώμαλη ανάπτυξη το οποίο προεξέχει
αρχ.
(το αρσ.) κωμικός χαρακτηρισμός τού Περικλέους («ἐντεῡθεν ὀργῇ Περικλέης οὐλύμπιος ἤστραπτεν», Αριστοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ὀλύμπιος — Olympian masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολύμπιος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται στον Όλυμπο: Ολύμπιοι Θεοί. 2. ολύμπιος, ο επίθ. του θεού Δία. 3. μτφ., ο όλος μεγαλείο, δοξασμένος, υπέροχος, επιβλητικός, ατάραχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ολύμπιος, Γεωργάκης — (Λιβάδι, Όλυμπος 1772 – Μονή Σέκου, Μολδαβία 1821). Έλληνας αρματολός και αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης. Ο Ο. –το πραγματικό του επώνυμο ήταν Ταρταγκές– καταγόταν (από τη μητέρα του) από τη μεγάλη αρματολική οικογένεια των Λαζαίων και κοντά …   Dictionary of Greek

  • Γεωργάκης Ολύμπιος — Βλ. λ. Ολύμπιος, Γεωργάκης …   Dictionary of Greek

  • Νεμεσιανός Μάρκος, Αυρήλιος, Ολύμπιος — (3ος αι.).Ρωμαίος ποιητής, από την Καρχηδόνα. Έχουν διασωθεί τέσσερα βουκολικά ποιήματα του και ένα μισοτελειωμένο ποίημα από 325 εξάμετρους στίχους, τα Κυνηγετικά. Τα ποιήματά του ακολουθούν την παράδοση του Βιργίλιου …   Dictionary of Greek

  • Ὀλύμπιον — Ὀλύμπιος Olympian masc/fem acc sg Ὀλύμπιος Olympian neut nom/voc/acc sg Ὀλυμπιεῖον temple of Olympian Zeus neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλυμπίοιο — Ὀλύμπιος Olympian masc/fem/neut gen sg (epic) Ὀλυμπιεῖον temple of Olympian Zeus neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλυμπίου — Ὀλύμπιος Olympian masc/fem/neut gen sg Ὀλυμπίας the WNW. wind masc gen sg Ὀλυμπιεῖον temple of Olympian Zeus neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλυμπίους — Ὀλύμπιος Olympian masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλυμπίῳ — Ὀλύμπιος Olympian masc/fem/neut dat sg Ὀλυμπιεῖον temple of Olympian Zeus neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”